αμπώθω

αμπώθω
αμπώνω (αόρ. άμποκτα) μετ. толкать, отталкивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμπώθω" в других словарях:

  • αμπώθω — και αμπώχνω και αμπώνω αόρ. άμπωσα και άμπωξα, απωθώ, σπρώχνω κάποιον: Αμπώχνοντας αμπώχνοντας ο σκαντζόχοιρος έδιωξε το λαγό από τη φωλιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπώθω — (Μ ἀμπώθω) και αμπώνω καί αμπώχνω 1. απωθώ, σπρώχνω 2. παρακινώ, παρορμώ 3. παρασύρω 4. αποκρούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ἀμπώθω < αρχ. ἀπωθῶ με ανάπτυξη τού έρρ. μ και με αναβιβασμό τού τόνου κατά τα βαρύτονα, γιατί ο αόριστος του (ἄπωσα <… …   Dictionary of Greek

  • άμπωσμα — το [αμπώθω] 1. ώθηση, απώθηση 2. καθέλκυση πλοίου 3. προτροπή, παρόρμηση …   Dictionary of Greek

  • αμπωσιά — η (Μ ἀμπωσιά) ώθηση, σπρώξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀμπωσ , ἄμπωσα, αόρ. τού ρ. ἀμπώθω] …   Dictionary of Greek

  • αμπώνω — βλ. αμπώθω …   Dictionary of Greek

  • αμπώχνω — βλ. αμπώθω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»